- φλοτέρ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.)1. κάθε σώμα ελαφρό που μπορεί να επιπλέει στο νερό ή σε άλλο υγρό ή που βοηθάει άλλο να επιπλέει, ο πλωτήρας.2. καθένας από τους στεγανούς πλωτήρες των υδροπλάνων, με τους οποίους αυτά στηρίζονται στο νερό.3. σημαντήρες που επιπλέουν, χρήσιμοι στη ναυτιλία και την αλιεία.4. συσκευή σε υδαταποθήκη (ντεπόζιτο), που κλείνει την παροχή νερού, όταν το ντεπόζιτο γεμίσει, και έτσι εμποδίζει το ξεχείλισμα του νερού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.